Εγγραφείτε στο Newsletter

Πράσινοι Μύθοι

Η ιστορία του Παναθηναϊκού είναι γεμάτη από τίτλους, διακρίσεις, μεγάλες στιγμές και μεγάλες νίκες… Γεμάτη από μεγάλες μορφές. Από ανθρώπους που βοήθησαν να γραφτεί αυτή η πλούσια ιστορία, και να γεμίσει λάβαρα η οροφή του κλειστού γυμναστηρίου του ΟΑΚΑ. Πολλοί μεγάλοι παίκτες φόρεσαν τη φανέλα της ομάδας και είχαν τη δική τους συμβολή για να φτάσει ο Παναθηναϊκός να θεωρείται από τις κορυφαίες ομάδες στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ και η κορυφαία της τελευταίας δεκαετίας. Από το Παναθηναϊκό Στάδιο, στον Τάφο του Ινδού, στη Γλυφάδα, στον Σπόρτιγκ, στο ΟΑΚΑ και στα μεγάλα γήπεδα της ηπείρου, πέρασαν πολλοί μεγάλοι παίκτες και μεγάλοι άνθρωποι. Η απόπειρα να καταγραφούν όλοι είναι δύσκολη… Οι φίλοι του «τριφυλλιού» είχαν την τύχη να δουν πολλά μεγάλα αστέρια να φορούν τη φανέλα της αγαπημένης τους ομάδας. Γίνεται η αρχή και σταδιακά θα προστεθούν κι άλλα ονόματα που βοήθησαν να φτάσουμε να είμαστε περήφανοι γι’ αυτή την ομάδα… “My Team, My Pride” .

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 12 Ιουλίου 1924. Αγάπησε και σύνδεσε το όνομά του με τον Άρη, αλλά έγραψε ιστορία και με τη φανέλα του Παναθηναϊκού. Ο Φαίδωνας Ματθαίου ήταν ένα ξεχωριστό ταλέντο και ένας ακόμη πιο ξεχωριστός άνθρωπος που έφυγε από τη ζωή στις 17 Σεπτεμβρίου 2011, στα 87 του χρόνια, αφήνοντας το ελληνικό μπάσκετ, τον ελληνικό αθλητισμό φτωχότερο.

Ο Ματθαίου αγωνίστηκε στον Άρη, πριν μετακομίσει στην Αθήνα και στον Παναθηναϊκό τη φανέλα του οποίου φόρεσε για έξι χρόνια, πριν συνεχίσει την καριέρα του στον Πανιώνιο, τον Σπόρτιγκ και τελικά την Ίνις Βαρέζε. Ως παίκτης του Παναθηναϊκού κατέκτησε τρία πρωταθλήματα (1950, 1951, 1954) και είχε να θυμάται τις αναμετρήσεις με τον Πανελλήνιο, καθώς οι αγώνες ανάμεσα στις δύο αυτές ομάδες ήταν το μεγάλο ντέρμπι της εποχής. Στο παλμαρέ του βρίσκονται και δύο πρωταθλήματα με τον Άρη (1948, 1949). Δημοσίευμα της εποχής αναφέρει γι’ αυτόν: «Ο γίγας Ματθαίου αποτελεί σήμερα την μεγαλύτερην ελπίδα της Ελλάδας διά τας διεθνείς εκπροσωπήσεις. Διαθέτει πλήθος προσόντων εις υπέρτατον βαθμόν και αυτό τον κάμνει ανεκτίμητον. Υψηλός, ψύχραιμος, εύστοχος, μαχητικός κλπ. Με το ιδιόρρυθμο σουτ του με το αριστερό χέρι, το οποίο είναι επιτυχές 90% είναι πάντα ο σκόρερ της ομάδος του». Το 1953 από ιταλικό αθλητικό περιοδικό της εποχής είχε συμπεριληφθεί στην καλύτερη πεντάδα της Ευρώπης. Στο σχετικό κείμενο μάλιστα κάνουν λόγο όχι μόνο για τα αθλητικά του προσόντα, αλλά και την έντονη προσωπικότητά του.

Θητεία είχε και στην Εθνική Ομάδα, όπου επίσης ήταν από τις ηγετικές μορφές. Σε 44 αγώνες σημείωσε 539 πόντους (12μ.ο.). Κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ του 1949 στο Κάιρο και στους Μεσογειακούς Αγώνες του 1955. Ήταν όμως και ο πρώτος προπονητής της Εθνικής Γυναικών. Ως προπονητής βοήθησε άλλωστε σημαντικά το γυναικείο μπάσκετ, όντας προπονητής και της γυναικείας ομάδας του Άρη, την οποία βοήθησε να σχηματιστεί και την οδήγησε σε τρία πρωταθλήματα Θεσσαλονίκης (1947, 1948, 1949).

Τα πρώτα βήματα στην άκρη του πάγκου τα έκανε στη Βαρέζε. Είχε την τεχνική ηγεσία της Εθνικής Ανδρών, της Εθνικής Γυναικών, του Πανιωνίου, του Περιστερίου, του ΠΑΟΚ, του Ολυμπιακού. Ως προπονητής έχει κατακτήσει ένα νταμπλ το 1976 με τον Ολυμπιακό και ένα κύπελλο με τον ΠΑΟΚ (το 1984 στον θρυλικό πια τελικό των ξυρισμένων κεφαλιών).

Το μπάσκετ ήταν το άθλημα που τον κέρδισε, αλλά δεν ήταν το μόνο με το οποίο είχε σχέση. Έπαιζε βόλεϊ, πόλο, πινγκ πονγκ, τένις, ξιφασκία και ήταν μέλος των εθνικών ομάδων τόσο του μπάσκετ όσο και της κωπηλασίας. Μάλιστα συμμετείχε δύο φορές σε Ολυμπιακούς Αγώνες, σε διαφορετικά αθλήματα. Το 1948 στο Λονδίνο στην κωπηλασία και το 1952 στο Ελσίνκι στο μπάσκετ!

Ο Γιώργος Κολοκυθάς υπήρξε ένας από τους καλύτερους παίκτες που έχουν φορέσει τη φανέλα του Παναθηναϊκού. Για να είμαστε πιο ακριβείς υπήρξε ένας από τους καλύτερους Έλληνες παίκτες όλων των εποχών. Γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1945 και το ταλέντο του ήταν κάτι παραπάνω από εμφανές. Αγωνίστηκε στον Σπόρτιγκ, όπου έμεινε ως το 1966. Η μεταγραφή του στον Παναθηναϊκό ήταν θέμα συζήτησης για αρκετό καιρό. Η παρουσία του με τριφύλλι ως και το 1973 συνοδεύτηκε από εξαιρετικές εμφανίσεις ως την τελευταία του μέρα στην ομάδα, αποφασίζοντας να εγκαταλείψει νωρίς την ενεργό δράση. Αγαπούσε το μπάσκετ, όπως αγαπούσε και τη ζωή την ίδια.

Με τη φανέλα του Παναθηναϊκού κατέκτησε τέσσερα πρωταθλήματα (1967, 1969, 1971, 1972). Το 1969 αγωνίστηκε στα ημιτελικά του τότε Κυπέλλου Κυπελλούχων, σημειώνοντας από 36 πόντους στον διπλό προημιτελικό απέναντι στην Μπενφίκα. Το 1972 έφτασε στα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Το ατομικό του ρεκόρ σε έναν αγώνα είναι 51 πόντοι και σημειώθηκε την πρώτη του χρονιά ως παίκτης του Παναθηναϊκού (1966-67). Ήταν πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος Ελλάδας το 1964, το 1966 και το 1967. Ο ίδιος παραδέχεται πως είχε μια… προτίμηση στην επίθεση: «Μου άρεσε το σκοράρισμα και είχα ευχέρεια. Με βοηθούσε και το άλμα που είχα».

Σημαντικό κομμάτι στην καριέρα του, το οποίο συνετέλεσε στο να τον μνημονεύουν και εκτός συνόρων μέχρι σήμερα, ήταν η παρουσία του στην Εθνική Ομάδα. Σε 90 αγώνες σημείωσε 1807 πόντους, ενώ οι αντίστοιχοι αριθμοί σε ότι αφορά τα Ευρωμπάσκετ είναι 25 και 492: 19,7 πόντοι μέσο όρο. Ο Κολοκυθάς ήταν ο πρώτος Έλληνας παίκτης που αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ σε Ευρωμπάσκετ. Και όχι σε ένα, αλλά σε δύο: Το πρώτο ήταν το 1967 στο Ελσίνκι όπου είχε 22,9 πόντους μέσο όρο και το δεύτερο στην Καζέρτα με 22,7 πόντους μέσο όρο. Φρόντισε μάλιστα το αποχαιρετιστήριο παιχνίδι του με την Εθνική Ομάδα να είναι από καλύτερά του με τη γαλανόλευκη: Στις 4 Μαϊου 1971 σημείωσε 35 πόντους απέναντι στην Εθνική Σκωτίας.

Εγκαταλείποντας την ενεργό δράση, δεν εγκατέλειψε και το μπάσκετ. Αναδείχθηκε μέλος του ΔΣ της ΕΟΚ και αργότερα αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ομοσπονδίας, ενώ ήταν αρχηγός των εθνικών ομάδων.
Ο Γιώργος Κολοκυθάς "έφυγε" αναπάντεχα στις 2 Μαρτίου 2013, βυθίζοντας σε θλίψη το ελληνικό μπάσκετ και αφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό στο άθλημα και στις καρδιές όσων είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν....

Παίκτης που στη συνείδηση  κάθε Παναθηναϊκού φιλάθλου, αλλά και κάθε μπασκετικού, είναι άρρηκτα δεμένος με την πράσινη φανέλα. Από τους κορυφαίους γκαρντ στην ιστορία του συλλόγου και του ελληνικού μπάσκετ γενικότερα. Ο Τάκης (Παναγιώτης) Κορωναίος γεννήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1952 και στα 17 του πανηγύριζε ήδη τον πρώτο του τίτλο με το τριφύλλι. Αγωνίστηκε στον Παναθηναϊκό από το 1968 ως το 1985, κατακτώντας σε αυτό το διάστημα 11 πρωταθλήματα (1969, 1971, 1972, 1973, 1974, 1975, 1977, 1980, 1981, 1982, 1984) και 3 κύπελλα Ελλάδας (1979, 1982, 1983). Άφησε τον Παναθηναϊκό το 1986, όταν για μία σεζόν αγωνίστηκε στον ΠΑΟΚ, μεταπήδησε στον Πανιώνιο (1987-89), για να επιστρέψει στους «πράσινους» την περίοδο 1989-90 και να κλείσει την καριέρα του στην ομάδα με την οποία έγραψε ιστορία.

Μια ομάδα για την οποία έχει πολλές ιστορίες να διηγείται, όπως για την αναμέτρηση Παναθηναϊκός-Καντού, όταν στον Τάφο του Ινδού, χωρίς παράθυρα τότε από τη μία πλευρά, έμπαινε… χιόνι. Κάτι που είχε κάνει εντύπωση στους Ιταλούς, αλλά όχι στον Κορωναίο και τους συμπαίκτες του.

Ο Παναθηναϊκός για τον Κορωναίο και για όλους τότε ήταν κάτι διαφορετικό. Και το αποδεικνύουν τα λόγια του: «Λέγαμε ότι η καλύτερη ομάδα που αντιμετωπίζουμε, είναι η ομάδα που έχουμε απέναντί μας στην προπόνηση. Η προπόνηση ήταν σε τέτοιο επίπεδο. Και δεν το έκανε ο προπονητής. Το κάναμε μόνοι μας. Και κάθε νέο παιδί που έμπαινε στην ομάδα, αν δεν έκανε αυτό το είδος προπόνησης, όλοι οι παλιοί ήταν από πάνω του. Δηλαδή, του λέγαμε αμέσως «δεν τρέχεις, δεν προσπαθείς, προσπάθησε κι άλλο»… Θυμάμαι νέα παιδιά που έλεγαν «δεν αντέχουμε» και τους έλεγα «τι να κάνουμε, αυτός είναι ο Παναθηναϊκός! Αν θέλετε να παίξετε, αυτός είναι ο Παναθηναϊκός!»

Ο Κορωναίος είναι από τους παίκτες που τίμησαν και τη φανέλα της Εθνικής Ελλάδας. Είχε μία συμμετοχή με την Εθνική Εφήβων (29/3/1970, Ελλάδα-Αίγυπτος 119-55, 4π.). Μέτρησε, όμως, 151 συμμετοχές και 1835 (12,21 μ.ο.) πόντους με την Εθνική Ανδρών και κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους Μεσογειακούς Αγώνες του 1979 στο Σπλιτ, στη διάρκεια των οποίων και απέναντι στην Αίγυπτο έχει και το ατομικό του ρεκόρ με τη γαλανόλευκη, σημειώνοντας 33 πόντους. Έχει αγωνιστεί επίσης στα Ευρωμπάσκετ 1975, 1979, 1981).

Ο Χρήστος Κέφαλος είναι μια πραγματικά ξεχωριστή περίπτωση στο χώρο του αθλητισμού. Και ένα πρόσωπο που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στις επιτυχίες της ομάδας μπάσκετ του Παναθηναϊκού στη δεκαετία του ’70. Γεννήθηκε στις 12 Αυγούστου 1945 στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ. Ο πατέρας του Παντελής καταγόταν από την Ικαρία και είχε μεταναστεύσει στις ΗΠΑ λίγο πριν το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου παντρεύτηκε μια Ιταλίδα.

Ο Κέφαλος έδειξε από νωρίς την κλήση του στον αθλητισμό, αρχίζοντας να παίζει μπάσκετ συστηματικά από το Γυμνάσιο Χάριντι, όπου ήταν ο μοναδικός λευκός παίκτης της ομάδας. Καθώς ήταν αρκετά ψηλός για την ηλικία του, αγωνιζόταν ως πάουερ φόργουορντ, τόσο στο Γυμνάσιο, όσο και στα playgrounds της Φιλαδέλφεια, ένα άλλο πραγματικό όσο και διαφορετικό σχολείο για το μπάσκετ. Η συνέχεια γράφηκε στο Μπάρτραμ, φτάνοντας στον τελικό της πόλης της Φιλαδέλφεια, απέναντι στο σχολείο των Καθολικών. Κι όλα αυτά παράλληλα με την παρουσία του και στο μπέιζμπολ, όπου έχει καταχωρηθεί από τους κορυφαίους πίτσερ στην ηλικία του, οδηγώντας μάλιστα την ομάδα του στον τελικό και στο άθλημα αυτό! Ως τελειόφοιτος ήταν μέλος της καλύτερης πεντάδας, κορυφαίος παίκτης της Φιλαδέλφεια και αρχηγός της ομάδας του. Το όνομά του μάλιστα αναγράφεται στο τρόπαιο της πόλης μαζί με αυτά παικτών όπως ο Ουίλτ Τσάμπερλεν και του Ερλ Μονρόε που ήταν και συμπαίκτης του. Παρόμοια διάκριση, έχει και στο μπέιζμπολ, καθώς η ομάδα του έφτασε στον τελικό και αυτός αναδείχθηκε κορυφαίος παίκτης.

Τα Πανεπιστήμια της χώρας είχαν στρώσει κόκκινο χαλί γι’ αυτόν. Επέλεξε να μείνει στην πόλη του και έδωσε τα χέρια με το Τεμπλ, όπου παράλληλα με το μπάσκετ σπούδασε Λογιστικά και Οικονομία. Το πρώτο που έκανε ο προπονητής του, Χάρι Λίτβακ, ήταν να του αλλάξει θέση, ανακηρύσσοντάς τον πλέι μέικερ. Το ταλέντο του αναδείχθηκε ακόμη περισσότερο και ο δρόμος για το ΝΒΑ ήταν ανοιχτός. Όμως η μοίρα είχε άλλη άποψη. Σε έναν αγώνα με το Πεν Στέιτ, ένας αντίπαλος τον έσπρωξε ενώ πήγαινε για ριμπάουντ, με αποτέλεσμα να πάθει συντριπτικό κάταγμα δίσκου στη σπονδυλική στήλη. Το πείσμα του τον βοήθησε να αποθεραπευτεί, αλλά από τότε δεν ξανάπαιξε μπάσκετ χωρίς μια ειδική ορθοπεδική ζώνη. Παρά τον τραυματισμό το ενδιαφέρον από τις ομάδες του ΝΒΑ δεν ατόνισε εντελώς. Του πρόσφεραν συμβόλαιο, αυτός ήθελε να σπουδάσει νομικά και να αποφύγει αν γινόταν τη στράτευση για το Βιετνάμ. Αργότερα, επέστρεψε στο μπάσκετ και τους Ουίμλινγκτον Μπλου Μπάμπερς, φτάνοντας στα τελικά του πρωταθλήματος. Άνθρωποι του Παναθηναϊκού τον είδαν σε ένα τουρνουά στη Βοστώνη και του ζήτησαν να αγωνιστεί στην Ελλάδα. Απάντησε θετικά, αγωνίστηκε στην Εθνική Ελλάδας στο Βαλκανικό πρωτάθλημα και έτσι αγωνίστηκε κανονικά χωρίς πρόβλημα και στον Παναθηναϊκό.

Εγκεφαλικός παίκτης, έξυπνος, με υψηλό μπασκετικό IQ ο Κέφαλος ξεχώρισε και για τις ηγετικές του ικανότητες στο παρκέ. Ήταν ένας παίκτης που νοιαζόταν για την οάδα και καθόλου για τους δικούς του αριθμούς, προτιμώντας να είναι οι συμπαίκτες του ευτυχισμένοι. Τα λόγια ενός συμπαίκτη του, του Χρήστου Ιορδανίδη, μιλούν καλύτερα: «Ήταν εξαιρετικός πλέι μέικερ, πραγματικός «μαέστρος» μέσα στο γήπεδο και είχε την ικανότητα να διαχειρίζεται μοναδικά τους σκόρερ του Παναθηναϊκού. Κέρδισε τον σεβασμό μας μέσα και έξω από το γήπεδο, γιατί διέθετε καταπληκτική παιδεία και ήταν ένας leader με την πραγματική έννοια της λέξεως. Μπορεί να φανεί υπερβολικό, αλλά νομίζω πως διέθετε μπασκετική σοφία και αυτό το χαρακτηριστικό τον έκανε ένα ολοκληρωμένο πλέι μέικερ. Για αυτή τη θέση είναι σημαντικό ο αθλητής να μην έχει την αλαζονεία του σκοραρίσματος και επειδή ήταν χαρισματικός άνθρωπος δεν είχε την προδιάθεση της ατομικής προβολής. Ξεχώριζε από όλους, γιατί διέθετε μυαλό και την στόφα του μεγάλου παίκτη, που βάζει την ομάδα πάνω από όλα».

Οδήγησε από τη θέση του πλέι μέικερ τον Παναθηναϊκό σε έξι πρωταθλήματα Ελλάδας (1971, 1972, 1973, 1974, 1975, 1977), έφτασε στο τότε φάιναλ φορ του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1972. Εγκατέλειψε την ενεργό δράση το 1978. Με την Εθνική Ομάδα είχε 10 συμμετοχές στο Βαλκανικό του 1970 και το Ευρωμπάσκετ 1973. Ως προπονητής οδήγησε τον Παναθηναϊκό στην κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας το 1983 και τον Ηλυσιακό από την Α’ Αθηνών στη Β’ Εθνική Κατηγορία.

Εμβληματική φιγούρα για χρόνια στο ελληνικό μπάσκετ, ο Δημήτρης Κοκολάκης ήταν από τους πρώτους ψηλούς που έγραψαν ιστορία στα παρκέ. Ο Κρητικός (από το Ρέθυμνο συγκεκριμένα) γεννήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 1949. Με το ύψος του να φτάνει στα 2.15 βρέθηκε στο στόχαστρο του Παναθηναϊκού με τον οποίο συμφώνησε τον Οκτώβριο του 1969. Δούλεψε πάρα πολύ για να κατακτήσει το μπάσκετ, αλλά και να κερδίσει σε δύναμη. Πολλοί είχαν να λένε από τότε για τη δουλειά που έκανε και την επιμονή που έδειχνε για να φτάσει ψηλά. Ο ίδιος σε συνέντευξή του το 1986 αναφέρεται σε αυτούς που τον βοήθησαν περισσότερο: «Ο Ανδρέας Χαϊκάλης πρώτα απ’ όλους, ο Γιώργος Βασιλακόπουλος που μου έμαθε τις πρώτες κινήσεις, ο Θέμης Χολέβας, ο Ρίτσαρντ Ντουξάιρ και ο Κώστας Μουρούζης». Από την πρώτη του προπόνηση στον Παναθηναϊκό, τον Οκτώβριο του 1969, έφτασε στην πρώτη του παρουσία στην αρχική πεντάδα της ομάδας την περίοδο 1973-74, δίπλα στους Κόντο, Ιορδανίδη, Κεφάλο και Παπάζογλου, απέναντι στον Πανελλήνιο. Και από εκεί στους τίτλους, τις διακρίσεις.

Ο Κοκολάκης έγινε βασικό συστατικό των επιτυχιών του Παναθηναϊκού (1969-1983). Κατέκτησε 9 πρωταθλήματα με τα πράσινα (1971, 1972, 1973, 1974, 1975, 1977, 1980, 1981, 1982) και 3 κύπελλα Ελλάδας (1979, 1982, 1983) και συνέχισε με τίτλους με τη φανέλα του Άρη (1983-1987): Τρία πρωταθλήματα Ελλάδας (1985, 1986, 1987) και δύο Κύπελλα Ελλάδας (1985, 1987).

Με την Εθνική Ομάδα έχε μία και μοναδική συμμετοχή με την Εθνική Εφήβων, το 1974 σε ένα φιλικό απέναντι στην Αυστρία, σημειώνοντας 10 πόντους. Με την Εθνική Ανδρών η καριέρα του ήταν σίγουρα πιο… αξιοπρόσεκτη: Αγωνίστηκε 178 αναμετρήσεις και σημείωσε 1282 πόντους (7,20μ.ο.). Είχε συμμετοχή σε τέσσερα Ευρωμπάσκετ (1975, 1979, 1981, 1983. Όντας στην Ελληνική Αστυνομία είχε συμμετοχή και στην Εθνική Ενόπλων με πολλές και μεγάλες επιτυχίες.

Στην ίδια εκείνη συνέντευξη στην «Αθλητική Ηχώ» και τον Κώστα Μπατή, ο Δημήτρης Κοκολάκης έδινε μια συμβουλή στα τότε ταλέντα του ελληνικού μπάσκετ. Συμβουλή που ισχύει μέχρι σήμερα: «Θα πρέπει πρώτα να αγαπήσουν πολύ το άθλημα, για να μπορέσει και αυτό να τους βοηθήσει. Εγώ θα τους έλεγα να δουλέψουν σκληρά, εάν θέλουν προβολή, δόξα, χρήμα. Ανεξάρτητα από αυτό εγώ και επιμένω σ’ αυτό το σημείο, θα τους βοηθήσει να ολοκληρωθούν ως άνθρωποι, διαμορφώνοντας έναν καλύτερο χαρακτήρα».

Ο Απόστολος Κόντος γεννήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 1947 και είναι από τους κλασσικότερους σουτέρ στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ γενικότερα και όχι μόνο του Παναθηναϊκού.

Η πρώτη του ομάδα ήταν ο Ιωνικός Νέας Φιλαδέλφειας, για να μεταγραφεί στη συνέχεια στους «πράσινους», τη στιγμή που όλοι θεωρούσαν φαβορί για να κερδίσει την υπογραφή του την ΑΕΚ. Η μεταγραφή του είχε στοιχίσει τότε 500.000 δραχμές και είχε αποτελέσει είδηση. Η Ένωση θα έπρεπε να περιμένει ως το 1983 για να τον δει να φοράει τα δικά της χρώματα. Ο Κόντος παρέμεινε στον Παναθηναϊκό από το 1969 ως και το 1983, οπότε και συμφώνησε, στα 39 του χρόνια, με την ΑΕΚ (1983-1987).

Οι μεγαλύτερες στιγμές του ως καλαθοσφαιριστής καταγράφονται με τον Παναθηναϊκό, με τον οποίο έφτασε σε ουκ ολίγους τίτλους και διακρίσεις. Κατέκτησε 9 πρωταθλήματα Ελλάδας, εκ των οποίων τα επτά ως αρχηγός της ομάδας (1971, 1972, 1973, 1974, 1975, 1977, 1980, 1981, 1982)  και δύο Κύπελλα Ελλάδας (1979, 1982). Στις αξέχαστες στιγμές του με το τριφύλλι υπάρχει και η πρόκριση του Παναθηναϊκού στο Final 6 του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, όταν η πρόκριση σφραγίστηκε με δύο δικές του ελεύθερες βολές (87-83). Αποσύρθηκε από την ενεργό δράση το Φεβρουάριο του 1987 μετά από 28 χρόνια επαγγελματικής πορείας στο μπάσκετ.

Ο Κόντος είχε παρουσία και με το εθνόσημο. Αρχικά με την Εθνική Εφήβων και στη συνέχεια με την Εθνική Ανδρών. Με την Εφήβων είχε 24 συμμετοχές και 404 πόντους (16,83μ.ο.) και κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της κατηγορίας το 1970. Με την Ανδρών έχει 114 συμμετοχές και 1114 πόντους (9,77μ.ο.). Έχει αγωνιστεί στα Ευρωμπάσκετ του 1973 και του 1975.

Ένας παίκτης από αυτούς που έχουν συνδέσει το όνομα τους με τον Παναθηναϊκό. Γεννήθηκε στις 15 Απριλίου 1958 και από το 1974 ως το 1990 φορούσε τη φανέλα με το τριφύλλι, συγκεντρώνοντας τίτλους, καταγράφοντας διακρίσεις, οδηγώντας την ομάδα από την περιφέρεια.

Ο Αγαμέμνων Ιωάννου έκανε τα πρώτα του μπασκετικά βήματα στον Παναθηναϊκό με τον οποίο έφτασε σε έξι πρωταθλήματα Ελλάδας (1975, 1977, 1980, 1981, 1982, 1984) και τέσσερα Κύπελλα Ελλάδας (1979, 1982, 1983, 1986). Το 1990 άφησε τους «πράσινους» και μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη κατακτώντας δύο ευρωπαϊκά τρόπαια, δύο Κύπελλα Ευρώπης: Το πρώτο με τον ΠΑΟΚ (1990-91) το 1991 στη Γενεύη και το δεύτερο με τον Άρη (1991-93) στο Τορίνο.

Μία από τις μεγαλύτερες στιγμές στην καριέρα του καταγράφηκε πάντως με την Εθνική Ελλάδας, όταν το 1987 στέφθηκε πρωταθλητής Ευρώπης στο ΣΕΦ. Η πορεία του με το εθνόσημο άρχισε από την Εθνική Παίδων (7αγ, 45π.), συνεχίστηκε με την Εθνική Εφήβων (8αγ., 74π.), για να συνεχιστεί με την Ανδρών στην οποία είχε 64 παρουσίες και 249 (3,89 μ.ο.) πόντους. Έχει πάρει μέρος στο Ευρωμπάσκετ 1987 και στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα 1990, στο τέλος του οποίου είπε «αντίο» στην Εθνική Ομάδα.

Αφήνοντας τα παρκέ επέλεξε να παραμείνει στο μπάσκετ ως προπονητής. Μάλιστα ως «υπηρεσιακός» προπονητής του Άρη, καθώς αγωνιζόταν στην ομάδα τότε, κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδας το 1992. Έχει κατακτήσει τέσσερα πρωταθλήματα στην Κύπρο (δύο με τον ΑΠΟΕΛ, δύο με τον Κεραυνό).

Είναι ένας από τους παίκτες που σίγουρα θα θυμούνται όσοι είχαν την τύχη να τον δουν να αγωνίζεται, καθώς γνώριζε πολύ καλά το μπάσκετ, διαθέτοντας έναν… αρχοντικό τρόπο παιχνιδιού. Γεννήθηκε στο Κάνσας (Μιζούρι, ΗΠΑ) στις 24 Οκτωβρίου 1956 και βλέπει τον κόσμο από τα 2.06.

Το… τριφύλλι μπήκε από νωρίς στη ζωή του, καθώς το 1978 επιλέχθηκε στο ντραφτ από τους Μπόστον Σέλτικς στο νούμερο 72. Ένα χρόνο αργότερα φόρεσε για πρώτη φορά τη φανέλα του Παναθηναϊκού με την οποία στέφθηκε Πρωταθλητής Ελλάδας το 1980, το 1981, το 1982 και το 1984 και Κυπελλούχος Ελλάδας το 1979, το 1982, το 1983 και το 1986. Κάπως αργά μπήκε στη ζωή του και η Εθνική Ελλάδας, για να πανηγυρίσει το 1989 την κατάκτηση του ασημένιου μεταλλίου στο Ευρωμπάσκετ του Ζάγκρεμπ. Το επόμενο καλοκαίρι αγωνίστηκε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στην Αργεντινή με την Εθνική Ελλάδας να κατακτά την 6η θέση. Συνολικά μέτρησε 65 συμμετοχές με την Εθνική Ελλάδας σημειώνοντας 585 πόντους (9μ.ο.). Στον Παναθηναϊκό βρέθηκε και σε διοικητικό πόστο στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Σκόρερ, ριμπάουντερ (ήταν πρώτος ριμπάουντερ του πρωταθλήματος την περίοδο 1987-88 με 12,2μ.ο.), ικανός να εκτελέσει και με τα δύο χέρια και με άψογη τεχνική, ο Στεργάκος διέθετε κάτι περισσότερο από όλα αυτά: Αγωνιζόταν πάντα με ψυχή και πάθος, έδειχνε την αγάπη για την ομάδα του παίζοντας αρκετές φορές με ενοχλήσεις και ήξερε πώς να είναι ο ιδανικός συμπαίκτης, αφού πάντα έδειχνε να μην νοιάζεται για τους αριθμούς του. Τα λόγια του με αφορμή τον αγώνα μπαράζ της Κέρκυρας, όταν ο τίτλος είχε κριθεί σε ουδέτερη έδρα και απέναντι στον Άρη, με τους «πράσινους» να κατακτούν το πρωτάθλημα, δείχνουν ανάγλυφα την πίστη του στην ομάδα: «Είναι ίσως η μοναδική φορά που ο πρωταθλητής κρίνεται σε έναν αγώνα και σε ουδέτερη έδρα. Το 1984 θα μείνει στην ιστορία. Εγώ δεν θυμάμαι να έχει ξαναγίνει. Ήταν μια προετοιμασία που για όλους που ήταν πολύ σημαντική. Και για τις δύο ομάδες. Είχαμε όμως το πλεονέκτημα του δεσίματος. Ήμασταν πιο πολλά χρόνια μαζί, ήμασταν πιο ομάδα και όταν μια ομάδα, ένα γκρουπ ανθρώπων, έχουν κοινούς στόχους και δουλεύουν όλοι μαζί για την κατάκτησή τους, νομίζω ότι αποκτούν μια δύναμη επιπλέον. Γι’ αυτό και κερδίσαμε τον αγώνα εκείνο!»

Είναι σίγουρα από τους παίκτες και τις προσωπικότητες που δύσκολα μπορούν να ξεχάσουν όσοι τον έχουν δει να αγωνίζεται ή τον έχουν γνωρίσει.

Ο απόφοιτος του University of Texas at El Paso είχε την ευκαιρία μέσω του Παναθηναϊκού να ξεδιπλώσει το ταλέντο του και να πραγματοποιήσει μια σπουδαία καριέρα στο γήπεδα του ΝΒΑ. Στο ντραφτ του 1990 επιλέγηκε από τους Ιντιάνα Πέισερς στον δεύτερο γύρο, στο νούμερο 45. Προτίμησε όμως να κάνει τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα στο μπάσκετ στην Ευρώπη. Και συγκεκριμένα στον Παναθηναϊκό.

Ο Αντόνιο Λι Ντέιβις γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου του 1968 και το 1990 αποφάσισε να «μετακομίσει» στην Ευρώπη και στον Παναθηναϊκό. Στους «πράσινους» ο Ντέιβις ήταν μακράν ο κορυφαίος παίκτης της ομάδας χαρίζοντας πλούσιο θέαμα στους φιλάθλους όλη της χώρας. Μάλιστα, στη δεύτερη χρονιά του στον Παναθηναϊκό, αναδείχθηκε κορυφαίος ριμπάουντερ του πρωταθλήματος έχοντας 14,6 κατά μέσο όρο σε κάθε αγώνα. Οι αριθμοί πάντως σίγουρα απλά τον αδικούν. Αυτά που έκανε στο παρκέ αναδεικνύουν σε τυχερούς όσους είχαν την τύχη να τον δουν να αγωνίζεται. Δυνατός, γνώστης του μπάσκετ, αθλητικός και παίκτης ομάδας. Ένας παίκτης στόφας ΝΒΑ, ο οποίος όταν πηδούσε για να καρφώσει ή για να πάρει ένα ριμπάουντ, κοιτούσες ασυναίσθητα προς την οροφή του Τάφου του Ινδού. Και μαζί ένας ξεχωριστός χαρακτήρας, αφού ποτέ δεν δημιούργησε το παραμικρό πρόβλημα και όλοι είχαν να λένε τα καλύτερα γι’ αυτόν. Το ευρωπαϊκό ταξίδι του δεν τελείωσε στην Ελλάδα, καθώς στη συνέχεια αγωνίστηκε στην Φίλιπς Μιλάνο.

Μετά την Ιταλία σειρά είχε το ΝΒΑ. Η πορεία του ήταν εντυπωσιακή και μια ματιά στις ομάδες στις οποίες αγωνίστηκε τα επόμενα 13 χρόνια αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Ιντιάνα Πέισερς (1993-199), Τορόντο Ράπτορς (1993-2003, 2006), Σικάγο Μπουλς (2003-2005) και Νιου Γιορκ Νικς (2005-2006). Επίσης ο Αντόνιο Ντέιβις την περίοδο 2005-06 ο Ντέιβις εκλέχθηκε πρόεδρος της ένωσης των αθλητών του ΝΒΑ.

Νικόλαος Γεωργαλής. Ή αλλιώς Νίκος Γκάλης. Ο άνθρωπος που κατάφερε να μετατρέψει το όνομά του σε συνώνυμο του μπάσκετ και να αλλάξει τον ρουν της ιστορίας του αθλήματος στην χώρα μας.

Ο Νίκος Γκάλης γεννήθηκε στις 23 Ιουλίου του 1957 στο Νιου Τζέρσει των Ηνωμένων Πολιτειών, από Έλληνες γονείς με καταγωγή την Ρόδο.Αν και στα παιδικά του χρόνια «αγάπησε» την πυγμαχία, ευτυχώς τον κέρδισε το μπάσκετ. Το ταλέντο του έκανε την… διαφορά στα ανοιχτά γήπεδα των σχολείων που φοίτησε στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού και μάλιστα στον τελευταίο χρόνο της φοίτησής του αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ στο κολεγιακό πρωτάθλημα του NCAA (27,5 πόντους κατά μέσο όρο), με δεύτερο τον μεγάλο Λάρι Μπερντ. Επιλέχθηκε στα ντραφτ από τους Μπόστον Σέλτικς, αλλά ένας τραυματισμός του, τον κράτησε μακριά από τον μαγικό κόσμο του ΝΒΑ. Έτσι, αποφάσισε να διαβεί τον Ατλαντικό και να αναζητήσει την τύχη του στην Ελλάδα.

Μετά από μια «πλούσια» καριέρα με την ομάδα του Άρη ο Παύλος Γιαννακόπουλος το καλοκαίρι του 1992 πραγματοποίησε τη μεγαλύτερη μεταγραφή της ελληνικής ιστορίας. Ο Γκάλης άφησε την Θεσσαλονίκη για τον Παναθηναϊκό και φόρεσε την φανέλα με το «τριφύλλι» στο στήθος.. Ο πρόεδρος του Παναθηναϊκού είχε ξεκινήσει το «χτίσιμο» της «Αυτοκρατορίας» και ο Γκάλης έμοιαζε ως η καλύτερη αρχή. Στον Παναθηναϊκό αγωνίστηκε για δύο χρονιές, καθώς στο ξεκίνημα της τρίτης αποχώρησε από την ομάδα και από το μπάσκετ. Στα δύο προηγούμενα χρόνια πανηγύρισε με τους «πράσινους» το Κύπελλο Ελλάδας στο ΣΕΦ κόντρα στον Άρη, το 1993, ενώ έναν χρόνο αργότερα πήρε μέρος στο Final-4 του Τελ Αβίβ. Συνολικά έχει κατακτήσει 8 πρωταθλήματα και 4 κύπελλα Ελλάδας, ενώ έχει αναδειχθεί MVP του πρωταθλήματος τέσσερις φορές.

Ο Γκάλης έχει και μια ξεχωριστή πορεία στην Εθνική Ανδρών. Σε 168 συμμετοχές έχει σημείωσε 5125 πόντους (30,51μ.ο.). Κορυφαία στιγμή ήταν η κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στο Ευρωμπάσκετ 1987, αλλά και το ασημένιο στο Ευρωμπάσκετ 1989 στο Ζάγκρεμπ. Ήταν πρώτος σκόρερ στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα 1996 και στα Ευρωμπάσκετ του 1983, του 1987, του 1989 και του 1991. Συνολικά έχει αγωνιστεί σε 854 αγώνες και έχει σημειώσει 25.995 πόντους (30,4μ.ο.)

ΓΝΩΡΙΖΑΤΕ ΟΤΙ...
… O Ντεσόν Τόμας πραγματοποίησε μια εξαιρετική σεζόν 2018-2019 με την πράσινη φανέλα, έχοντας 10.5 πόντους και 3.8 ριμπάουντ κατά μέσο όρο στα 32 ματς που αγωνίστηκε στη Euroleague, ενώ στο πρωτάθλημα της Basket League είχε 13.3 πόντους και 4.7 ριμπάουντ κατά μέσο όρο σε 28 παιχνίδια;
facebook
Twitter